- Κίμωλος
- I
Νησί (35,71 τ. χλμ., 769 κάτ.) των Κυκλάδων. Παλαιότερα υπαγόταν διοικητικά στην επαρχία Μήλου· μετά το σχέδιο Καποδίστριας αποτελεί κοινότητα του νομού Κυκλάδων.Η Κ. έχει πεντάγωνο σχήμα και είναι άγονη. Η ψηλότερη κορυφή του νησιού είναι το Παλιόκαστρο (358 μ.). Στη βόρεια ακτή της βρίσκεται και ο μοναδικός όρμος της, ο όρμος της Βρώμας. Το έδαφος του νησιού είναι ηφαιστειογενές, με στρώματα πωρόλιθου και κιμωλίας (από τα οποία πήρε και την ονομασία του το νησί), τα οποία χρησιμοποιούνταν στην ιατρική κατά την αρχαιότητα. Η Κ. χωρίζεται από τη Μήλο με μια στενή θαλάσσια λωρίδα πλάτους 1.000 μ.Λόγω των πολλών αχινών που βρίσκονταν στα παράλιά της, στην αρχαιότητα ονομαζόταν Εχινούσα. Στον ομώνυμο οικισμό (υψόμ. 90 μ., 715 κάτ.) του νησιού υπάρχει η εκκλησία της Ευαγγελίστριας (1604), αξιόλογη για την αρχιτεκτονική της. Σε πολλά μέρη του νησιού βρίσκονται σκαλισμένοι στον βράχο τάφοι από την αρχαιότητα, ενώ στον κόλπο του Ελληνικού ανακαλύφθηκαν τα λείψανα αρχαίας νεκρόπολης. Αξιόλογη είναι η αρχαιολογική τοποθεσία που βρίσκεται στο γειτονικό μικρό νησί Άγιος Ανδρέας, στη νοτιοδυτική ακτή του νησιού, το οποίο απέχει από αυτήν 200 μ. και στην αρχαιότητα ήταν ενωμένο με την Κ. Ο Άγιος Ανδρέας, που ονομαζόταν Άη Ντριας από τους ντόπιους, ήταν άλλοτε κατοικημένος αλλά ερημώθηκε από σεισμό κατά την παλαιοχριστιανική περίοδο (4ος-6ος αι.). Εξάλλου, στην Κ. σώζονται τα ερείπια του κάστρου της και πολλές παλιές εκκλησίες με εικόνες που ανάγονται στον 15o αι. Επίσης σώζεται (χωρίς εικόνες και εσωτερική διακόσμηση) η εκκλησία των Δυτικών, την οποία επισήμανε ο περιηγητής Σονίνι το 1778, όταν επισκέφθηκε το νησί.Ιστορία. Η ιστορία της Κ. είχε συνδεθεί με την τύχη της γειτονικής Μήλου. Επί φραγκοκρατίας (1207), ο Μάρκος Σανούδος ένωσε την Κ. με το δουκάτο της Νάξου. Το 1537 κυρίευσε το νησί ο Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα, αλλά μετά η Κ. πέρασε στην εξουσία του Αντζελότο Γκοζαδίνο μέχρι τις αρχές του 17ου αι., ο οποίος όμως ήταν φόρου υποτελής στον σουλτάνο. Οι Τούρκοι δεν τολμούσαν να κατοικήσουν στο νησί, εξαιτίας των αιφνιδιαστικών επιδρομών των πειρατών, οι οποίοι το 1638 πυρπόλησαν και κατέστρεψαν την Κ. Σύμφωνα με την παράδοση, το 1655 εγκαταστάθηκαν στο νησί κάτοικοι της Σίφνου. Κατά τη διάρκεια του εικοσιπενταετούς πολέμου (1644-69) μεταξύ Τούρκων και Ενετών, οι τελευταίοι έκοψαν όλες τις ελιές του νησιού, αλλά οι κάτοικοι της Κ. δεν ανανέωσαν τις φυτείες, από φόβο μήπως οι Τούρκοι διπλασιάσουν τους φόρους. Επειδή οι Κιμωλιάτες δεν μπορούσαν vα αντισταθούν στους πειρατές, που ήταν και οι πραγματικοί κύριοι του νησιού, συνέπραξαν αναγκαστικά στις επιχειρήσεις τους και αποκόμισαν άφθονα κέρδη. Κατά τη διάρκεια του πρώτου Ρωσοτουρκικού πόλεμου (στα χρόνια της Αικατερίνης B’), η Κ. υποτάχθηκε στους Ρώσους (1770-74) που επιχείρησαν ανεπιτυχώς να εκμεταλλευθούν τα μεταλλεία αργύρου του νησιού. Τον Νοέμβριο του 1778 κατέπλευσαν στην Κ. δύο τουρκικά πλοία για να βρουν τις αποσκευές του Ισμαήλ μπέη της Αιγύπτου, τις οποίες έστειλε ο ίδιος στην Κωνσταντινούπολη με γαλλικό πλοίο που ναυάγησε στις ακτές του νησιού. Οι κάτοικοι υπέστησαν τότε φοβερές βιαιοπραγίες από τους Τούρκους. Στις 17 Φεβρουαρίου 1794, οι πειρατές ερήμωσαν εντελώς το νησί. Στις αρχές του 19ου αι., η Κ. συμμετείχε μαζί με τα υπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων στο κίνημα για την απελευθέρωση της Ελλάδας και αποτέλεσε τμήμα του ελληνικού κράτους το 1830.
Μια άποψη της Κιμώλου, πρωτεύουσας του ομώνυμου νησιού. Το νησί οφείλει την ονομασία του στο ηφαιστειογενές έδαφός του, στο οποίο υπάρχουν μεγάλα στρώματα κιμωλίας. Τα κοιτάσματα κιμωλίας τα χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες στην ιατρική.
IIΠεδινός οικισμός (υψόμ. 90 μ., 715 κάτ.) της Κιμώλου. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό τμήμα του νησιού, ΒΔ του λιμανιού Ψάθη. Αποτελεί έδρα της ομώνυμης κοινότητας του νομού Κυκλάδων.
Dictionary of Greek. 2013.